ἀνατολὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατολὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνατολὴ ἡ, κοιν. καὶ Ποντ Τσακων. ἀνατουλὴ βόρ. ἰδιώμ. ἀνετολὴ Κεφαλλ. Α.Κρήτ Κύθν. Μεγιστ. Νάξ. (Κορων.) Πελοπν. (Αἴγ. Βούρβουρ. Λάστ.) Προπ. (᾿Αρτάκ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀνατολή.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἡλίου εἰς τὸν ὁρίζοντα κοιν. καὶ Ποντ. Τσακων. : Αὔριο νὰ ξυπνήσουμε πρωὶ πρωὶ νὰ δοῦμε τὴν ἀνατολὴ κοιν. ǁ Φρ. Κινήσαμε μὲ τὴν ἀνατολὴ (μόλις ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος) κοιν. Μὶ τ’ν ἀνατουλὴ θὰ πάγου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λεσβ ǁ Ἄσμ. Καλημέρα σου, ἀνατολή, καλημέρα σου, δύσι Λεξ. Δημητρ. Συνών. βάρεμα, ἀντίθ. δύσι. β) Ἡ αὐγὴ πολλαχ. καὶ Ποντ : Χἀραξε ἡ ἀνατολὴ πολλαχ. Εἶναι ἡ ὥρα ποῦ θὰ σκᾷ ἡ ἀνατολὴ Σέριφ.ǁ ᾊσμ. ’Εφώτισε --ἡ ἀνετολή, ἐχάραξε κ᾽ ἡ δύσι, πάν τὰ πουλλάκιˬα ’ς τὴ βοσκὴ κ᾽ οἵ -- ἔμορφες ᾽ς τὴ βρύσι Λάστ. Γλυκοχαράζει ἡ ἀνατολὴ καὶ γλυκοφέγγει ἡ δύσι Λεξ. Δημητρ. 2) Τὸ σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος ὁπόθεν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος κοιν. καὶ Ποντ Τσακων: Ὁ αὐγερινὸς τὸ καλοκαίρι φαίνεται ’ς τὴ δύσι καὶ τὸ χειμῶνα ἀπὸ τὴν ἀνετολὴ Βούρβουρ. Κοίτα κατὰ τὴν ἀνετολὴ Κεφαλλ. ’Σ σὴν ἀνατολὴν μερέαν ποίσον τὸ σταυρό σ᾽ Πόντ.(Τραπ.) ǁ Φρ. Ἐγύρισε ἀνατολὴ καὶ δύσι (ὅλον τὸν κόσμον) κοιν. Τό ᾽να του μάτι ᾿ς τὴν ἀνατολὴ καὶ τ᾿ ἄλλο ’ς τὴ δύσι (ἐπὶ παραβλῶπος) Δαρδαν. ǁ Γνωμ. Κόκκιν’ ἡ ἀνετολή, κατουρημέν’ ἡ δύσι (ὅταν τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου καλύπτουν ἐρυθρὰ νέφη, τότε περὶ τὴν δύσιν θὰ βρέξῃ) Λαστ.ǁ ᾊσμ. Σὰν τί μαυρίλα φαίνεται ἀντίκρυ ᾿ς τ’ Ἀδραμύττι, μὴν και’γετ’ ἡ ἀνετολή, μήνα καπνι'ζ’ ἡ δύσι; ᾿Αρτακ. Τὰ κούτελό σου τὸ πλατὺ | ἓ δύσι τσ᾿ ἑ ἀνετολὴ (ἐνν. εἶναι) Μεγιστ. Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀνάτελμα 2. Ἡ λ. ὡς κύρ. ὄν. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Ανατολὴ Θεσσ.(Ἀλμυρ.) Ποντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Σάντ.), Ἀνατουλὴ Μακεδ. (Παγγ.) καὶ ὡς τοπων. κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/