ἀρμαμέν-το
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμαμέν-το
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμαμέν-το τό, Μύκ. Νάξ. κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. ἀρμαμέdο Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀρμανέdο Κρήτ. ἀρμανέτο Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀρμαμέντον, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. armament=ὁπλισμός. Πβ. καὶ ᾽Ιταλ. armamentο.
Σημασιολογία
1) Πλοῖον πολεμικὸν Μύκ. -Λεξ. Αἰν. «Τέσσαρα ἀρμαμέν-τα καράβια ἐδικά σας εὑρίσκονται ἐδῶ» (ἐξ ἐπιστολῆς τοῦ 1821) Μύκ. 2) Ὅπλον ἐλαφρὸν Κρήτ. 3) Ἁλιευτικὸν ὄργανον Κρήτ. 4) Γενικῶς πᾶν πρᾶγμα τοῦ ὁποίου ἀναγκαίως γίνεται χρῆσις, οἷον σκεῦος, ἔπιπλον, κόσμημα κττ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.): Πάαινε νὰ πιῇς νερό, μὰ πᾶρε καὶ τ’ ἀρμαμέν-το σου μαζὶ (τὸ ποτήρι) Νάξ. Χίλιˬα ἀρμαμέν-τα ’χει ἡ κρεββαταριˬὰ (πολλὰ ἐργαλεῖα ἔχει ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς) αὐτόθ. ’Κεῖ μέσ᾽ ’ς τὸ σπίτι χίλιˬα ἀρμαμέν-τα ᾽ναι μέσ᾿ ᾿ς τὴ μέση (ἔπιπλα, σκεύη κττ.) αὐτόθ. Μουρέ, εἶd’ ἀρμαμέdα ’ν’ ποῦ τά ’χει καὶ κρέμουdαι -ν- ἀbρός τση! (πόσα κοσμήματα ἔχει κρεμάμενα ἐμπρός της!).Ἀπύρανθ. Πβ. καὶ ἐπων. Ἀρμαμέντος Σκίαθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA