βροντωβολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντωβολῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροντωβoλῶ ΕΦρανζεσκ. Ἀριάδν. 74 LRoussel Grammaire 320 - Λεξ. Δημητρ. βροντωβολάω Πελοπν. (Μάν.) βροdωβολῶ Κρήτ. βροdωβολοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βροντῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -βολῶ.
Σημασιολογία
1) Βροντῶ συνεχῶς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) - Λεξ. Δημητρ.: Ὅλη τὴ νύχτα βροντωβόλαε ὁ Θεὸς ποῦ ἔλεγες πῶς θὰ κάνῃ τὸν κατακλυσμὸ Μάν. Θὰ βρέξῃ, βροντωβολᾷ Κίτ. Μάν. 2) Παράγω συνεχῶς ἰσχυροὺς κρότους, συνεχῶς κτυπῶ δυνατὰ Κρήτ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) - ΕΦραντζεσκ. ἔνθ’ ἀν. LRoussel ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Μὴ βροdωβσλᾷς τὴ bόρτα, γιˬατὶ κοιμᾶται τὸ παιδὶ Κίτ Μάν. || Ποίημ. Καὶ ἡ φωθιˬὰ βροντωβολᾷ κιˬ ἄνεμος συσυρίζει ΕΦραντζεσκ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA