ἀχνάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀχνάρι τό, ἰχνάριν Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἰχνάρι Θήρ. ἰχνάρ' Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀχνάριν Κύπρ. ἀχνάρι κοιν. καὶ Πόντ. ('Αμισ. Οἰν.) ἀχνάρ' Προπ. (Πάνορμ.) Σάμ. Στερελλ. (’Αράχ.) κ.ἀ. χνάριν 'Ικαρ. χνάρι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σινώπ.) χνάρι Τσακων. χνάρ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀγνάριν Κύπρ. ἀγνάρι Κύπρ. Μέγαρ. Πελοπν. (᾽Ανδροῦσ. Λάστ. Μεσσ.) χινάρ' Καππ. (᾿Ανακ.) χινέρ' Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἰχνάριον, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἴχνος. Τὸ χνάρι καὶ παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἀποτύπωσις τοῦ πέλματος, ἴχνος Βιθυν. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Καππ. (᾿Ανακ. Σινασσ.) Κύθηρ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Αἴγ. ᾿Ανδροῦσ. 'Αρκαδ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Λάστ. Οἰν. Πύλ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Προπ. (Πάνορμ.) Ρόδ. Στερελλ. ('Αράχ. Κλών.) Σῦρ.: Κάπο͜ιος θὰ μπῆκε ᾿ς τ᾿ ἀμπέλι κιˬ ἄφησε ἀχνάριˬα Κορινθ. Ἀχνάριˬα βοδιˬοῦ - γίδας - λαγοῦ - πάπιˬας αὐτόθ. 'Αχνάρι γυναίκε͜ιο Λάστ. Τῆς γοβίτσας τ᾿ ἀχνάρι Ρόδ. Τοῦ λύκου τ᾽ ἰχνάρ Τραπ. || Φρ. Παίρνω τ᾿ ἀχνάριˬα τοῦ δεῖνα (τὸν μιμοῦμαι εἰς τοὺς τρόπους του) σύνηθ. Νὰ χαθῇ τ᾿ ἀχνάρι σου! (ἀρὰ) Μέγαρ. Νὰ χαθῇς μὲ τ᾿ ἀχνάρι σ᾽! (ἀρὰ) ᾽Αράχ. Σὰ φύγω, βούλλωσε τ’ ἀχνάρι μου (ποτὲ δὲν θὰ μὲ πιάσῃς) Καλάβρυτ. Πιˬάσε τ᾿ ἀχνάριˬα μου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Βιθυν. Ἔχασα τ' ἀχνάριˬα του (ἀπώλεσα τὰ ἴχνη του, δὲν τὸν ἀνευρίσκω) Πύλ. ’Èν ἐπόμεινεν ἀχνάρι (οὐδεὶς ὑπελείφθη) Ρόδ. || Παροιμ. ’Απ' τ’ ἀχνάρι τό θεριˬὸ (ἐπὶ τεκμηρίων ἀσφαλῶν, πβ. ἀρχ. «ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα.) Σῦρ. || ᾎσμ. Τὴ στράτα στράτα περπατῶ, τ᾿ ἀχνάρι σου γνωρίζω καὶ σκύφτω νὰ τό μυριστῶ καὶ δάκρυα γιˬομίζω (μοιρολ.) Λακων. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποζαλεˬὰ 1, πατεˬά. 2) Τὸ πέλμα τοῦ ποδός, ἡ πατοῦσα ᾿Αμοργ. - Κύπρ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (Λάστ.): ᾎσμ. Ἔχω πινί-ιν αραπὶν ταὶ φτάν-νει μ᾽ ὥς τ’ ἀχνάρκα Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ ἐν γλωσσαρ. παρὰ Δουκ. ἐν λ. χναρόν «εἰς τὰ ἄκρα τῶν ἰχνίων σου, ἤγουν χναρίων σου στάσου». 3) Τὸ κάττυμα, ἡ σόλα τοῦ ὑποδήματος ᾿Αμοργ. Ἰκαρ. Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Νάξ. (Φιλότ.) Πελοπν. (Οἰν.) Τσακων.: Φρ. Πετσὶ ἕναν ἀχνάρι (ὅσον χρειάζεται δι’ ἓν κάττυμα) ᾿Απύρανθ. ᾽Εκιˬοὺ ὦσσι σούνου ’ ἀχνάρι μι (ἐσὺ δὲ φθάνεις ’ς τὴ σόλα τοῦ παπουτσιοῦ μου) Τσακων. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Δουκ. ἐν λ. χναρὸν «κάψε τὰ χλωρὰ φλούδια τῶν καρυδίων καὶ χνάρι ἀπὸ παλαιοπάπουτζο». 4) Τὸ μῆκος τοῦ ποδὸς ὡς μονὰς μετρήσεως Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Βούρβουρ. Κυνουρ. Μαντίν. Οἰν.) Τσακων. Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.: Δύο ἀχνάριˬα μπρός Μαντίν. Ἕνα φίδι δεκατέσσερα ἀχνάριˬα Αἰγιάλ. Δρόμος ἔξι ἀχνάριˬα αὐτόθ. ’Σ τοὶς πηδεˬὲς τόνε περνῶ τρί' ἀχνάριˬα Μάν. Σαράντα ἀχνάρκα μάκρος Κύπρ. || Φρ. Βάνω ἀχνάρι (μετρῶ μὲ τὸ μῆκος τοῦ πέλματος) Κυνουρ. || ᾌσμ. Σαράντα χνάριˬα πήδησε μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Πελοπν. Πηδᾷ ὁ Χάρως τρεῖς φορὲς καὶ πάει τριάντ’ ἀχνάριˬα, πηδᾷ κιˬ ὁ παλα͜ιοτσόπανος καὶ πάει σαράντ’ ἀχνάριˬα Οἰν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Δουκ. ἐν λ. χναρὸν «ἕνας ὁ τάφος τῆς ἁγίας Πελαγίας καὶ λείπει ὁ τάφος ἀπὸ τὸν τοῖχον ἡμισὲν χνάριον ἀνθρώπου». 5) Βῆμα Κύπρ. Τσακων. ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 36: Ὁλοένα μεγαλώνοντας τ᾿ ἀχνάριˬα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. 6) Ἴχνος, σημεῖον, ἔνδειγμα ΓΜαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 31 - Λεξ. Δημητρ.: ᾿Αχνάριˬα ἀπὸ παλα͜ιὰ χτήριˬα Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Μιλοῦν τ’ ἀχνάριˬα ὁπ᾿ ἄφηκε ’ς τὴν ὄψι τους ἡ λύπη ΓΜαρκορ. ἔνθ' ἀν. 7) Σχέδιον, ὑπόδειγμα ἐκ χάρτου, ξύλου, δέρματος ἢ μετάλλου πρὸς κοπὴν ἐνδυμάτων, ὑποδημάτων, ἐπίπλων κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (᾽Αμισ. Κοτύωρ. Οἰν. Σινώπ.): Τ᾽ ἀχνάρι τοῦ γιˬακᾶ - τοῦ νωμίτη - τοῦ σακκακιˬοῦ κττ. κοιν. Παίρνω τ᾿ ἀχνάριˬα τῆς ποδεˬᾶς - τοῦ πανταλονιˬοῦ κττ. Συνών. ἀντιβόλι 2, ἀντίχνι, τυπάρι, φόρμα. β) Σανὶς λεπτὴ καὶ εὐλύγιστος χρησιμοποιουμένη ὡς κανὼν ἐν τῇ ξυλουργικῇ Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/