βροντωβουΐζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντωβουΐζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροντωβουΐζω Πελοπν. (Μεσσ.) - ΚΜαρίν. ἐν Ν Ἑστ. 1,867.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ρ. βροντῶ καὶ βουΐζω.
Σημασιολογία
Ἀντιβοῶ, ἀντηχῶ ἔνθ’ ἀν.: Θὰ βροντωβουΐζουν οἱ ρεματιˬὲς ἀπ’ τῶν κοπάνων τὰ χτυπήματα ΚΜαρίν. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA