ἀρμάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρμάρι τό, ἀρμάριν Ἰκαρ. Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.) ἀρμάρι κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) ἀρμάρ’ βόρ. ἰδιώμ. ἀλμάριν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἰρμάρ’ Μακεδ. ᾽ρμάρι Σίφν. ἀρμάδι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἐρμάριν Πόντ. (Ἀμισ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀρμάριν, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. armarium=ὁπλοθήκη, σκευοθήκη. ᾿Ιδ. Κορ. Ἄτ. 1,70. Τὸ ἀρμάδι ἐκ παρασυσχετισμοῦ πρὸς τὸ ᾿Ιταλ. armadio. Διὰ τὸν τύπ. ἐρμάριν πβ. Μ.᾿Ετυμολ. 146,56 «τὰ λεγόμενα παρ᾿ ἡμῖν ἀρμάρια ἑρμάρια ὀφείλουσι λέγεσθαι... οἱ γὰρ Ἕλληνες οἷά τινας ἀνδριάντας ἐποίουν μήτε χεῖρας μήτε πόδας ἔχοντας, τούτους δὲ Ἑρμᾶς ἐκάλουν, οὗ ὑποκοριστικὸν ἑρμάριον. ἐποίουν δὲ αὐτοὺς διακένους θύρας ἔχοντας... καὶ ἔσωθεν αὐτῶν ἐτίθουν ἀγάλματα ὧν ἔσεβον θεῶν».

Σημασιολογία

1) Ὁπλοθήκη Κύπρ.: ᾎσμ. Βκαίν-νει ταὶ πά’ ’ς τ’ ἀρμάριν του τ’ ἀπού ’εν τ’ ἄρματά του, τ’ ἐχόρησεν τὰ ροῦφα του τ᾽ ἐζώστην τὰ σπαθκιˬά του (ἐχόρησεν=ἐφόρεσε, ροῦφα=ροῦχα). 2) Θήκη ξυλίνη κινητὴ ἢ ἐντὸς τοῦ τοίχου χρησιμεύουσα εἰς φύλαξιν διαφόρων πραγμάτων, οἷον σκευῶν, ἐργαλείων κττ. κοιν. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ.) Συνών. ντουλάπι. β) Θήκη πρὸς φύλαξιν τροφῶν ἐν γένει, ὀψοφυλάκιον κοιν.: Βάνω τοὺ φαεῖ μέσ᾿ ᾿ς τ᾽ ἀρμάρι πολλαχ. Ἔσφαξε τὴν πούλλα κ᾽ ἔβαλε τὴν κεφάλη, τὸ ζιέρι καὶ τὴν καρδιὰ μέσ᾽ ’ς τ’ ἀρμάρι γιὰ νά ’ρτῃ τὸ βράδυ νὰ τὰ φάῃ (ἐκ παραμυθ.) Νίσυρ. || Φρ. Ποῦ ν᾿ ἀναστενάξῃ ὁ ποντικὸς ᾽ς τ’ ἀρμάρι τοῦ σπιτιοῦ σου! (νὰ καταντήσῃς πάμπτωχος) Νάξ. (Φιλότ.) || ᾎσμ. Τὸ ψωμί ’ναι ᾿ς τὸ ἀρμάρι | καὶ ἂς πάῃ νὰ τὸ πάρῃ Πελοπν. (Λάστ.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ. 1,216 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «κρυπτῶς ἀπῆρα τὸ κλειδὶν καὶ ἤνοιξα τὸ ἀρμάριν, | φαγὼν εὐθύς τε καὶ πιὼν καὶ κορεσθεὶς ἐξαίφνης | ἐξῆλθον ἔξωθεν...» γ) Ἱματιοθήκη Ζάκ. Ἰθάκ. Κύπρ. κ.ἀ. Τ᾿ ἀρμάρι εἶναι γεμᾶτο ροῦχα ᾿Ιθάκ. || ᾎσμ. Φέρτε ταὶ ᾿ποκλειδώσετε τὸ κάρενον ἀρμάριν νά ’βρετε τὰ σεντόνια της τὰ διπλωτριπλωμένα (γαμήλιον) Κύπρ. 3) Λιθίνη πλὰξ παρὰ τὸν τοῖχον χρησιμεύουσα εἰς ἐναπόθεσιν πραγμάτων Ἀπουλ. (Τσολλῖν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/