ἀνατολίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατολίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνατολίτσα ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνα τολὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτσα ἄνευ σημ. ὑποκοριστικῆς.

Σημασιολογία

Τὸ μέρος ὅθεν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος: ᾎσμ. Ἄστρο λαμπρὸν ἐπρόβαλε ἀπ᾿ τὴν ἀνατολίτσα. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀνάτελμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/