βροντωκαβαλλικεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντωκαβαλλικεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βροντωκαβαλλικεύω Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ρ. βροντῶ καὶ καβαλλικεύω.

Σημασιολογία

Ἐλαύνων τὸν ἵππον ὁρμητικῶς παράγω κρότον βροντώδη: ᾎσμ. Βροντωκροτεῖ, βροντωκροτεῖ τὸ μαῦρο του, βροντωκαβαλλικεύει καὶ τὴν χαιρετᾷ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/