ἀρμαρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμαρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρμαρώνω Πελοπν. (Βαλτέτσ. Κορινθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρμάρι.
Σημασιολογία
1) Κλείω τι εἰς τὸ ἀρμάρι Πελοπν. (Κορινθ.): Τά ’χω ὅλα καλὰ ἀρμαρώσει. 2) Μέσ. ἐγκλείομαι κἄπου ἔνθ’ ἀν.: Ἀρμαρωθήκανε μέσ᾿ ᾿ς τὸ σπίτι καὶ δὲ βγαίνουν ἔξω καθόλου Κορινθ. Ἀρμαρωνόμαστε μέσ᾿ ᾽ς τὰ καλύβιˬα μας Βαλτέτσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA