ἀνατράνισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατράνισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνατράνισμα τό, Πατμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνατρανίζω.
Σημασιολογία
Ἡ ἀνύψωσις τοῦ βλέμματος, ἀνάβλεψις: ᾎσμ. Γύρισαν τὰ ματάκιˬα μου κ’ εἴδασι τὰ δικά σου κ’ ἐρράγη ἡ καρδούλλα μου ἀπ’ τ’ ἀνατράνισμά σου.Πβ. ἀνεντράνισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA