ἀνατρέχω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατρέχω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνατρέχω Καππ.(Σινασσ.)-Λεξ. Δημητρ. ἀνετρέχω Κάρπ. ᾿νετρέχω Τῆλ. Αορ. γ΄ πρόσ. ἀνέδραμε ᾿'Ανδρ. Ἤπ. Θήρ. ᾿Ικαρ. Α.Κρήτ. Πελοπν.(Λακων.) Σύμ Χίος ἀνέδραμι Λεσβ άνάδραμε Βιθυν. Ζάκ. Ἤπ. Κέρκ. Κρήτ.-Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀναδράμω) ἀνάδραμι Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀνάδααμι Σαμοθρ. ἐνέδραμε Καλυμν Κάρπ. ἐνέdραμε Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ᾿νέδραμε Α.Κρήτ. Χίος ἀναδράμιξε Κύθηρ. ἀνιδράμ’ξι Κυδων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀνατρέχω.
Σημασιολογία
1) Κινοῦμαι ταχέως, τρέχω Καππ (Σινασσ.) Κάρπ. Πελοπν. (Λακων.) Τῆλ.-Λεξ. Δημητρ.: ᾿Νετρέχουσιν οἱ ψεῖρες ’ς τὰ μελίγγιˬα του Τῆλ. Ἀνέδραμε νὰ τὸν χτυπήσῃ Λακων.ǁ ᾊσμ. Ἅμα τὴν εἶδ᾿ ἀνάτρεξε, μά ’κείνη εὐθὺς ἐχάθη Λεξ. Δημητρ. ’Σ τοὺς πύργους ἀνατρέχει καὶ μοιριˬολογᾷ Σινασσ. Κ’ οἱ ψεῖρες ἐνετρέχασιν ἀπάνω ᾿ς τὰ μαλλιˬά της Κάρπ. β) Κινοῦμαι ἐπί τινος, διατρέχω τι Κρήτ. Λέσβ. : Τι’ μ᾽ ἀνέδραμι ; (τί ζωύφιον ἀνείρπυσεν εἰς τὸ σῶμά μου;) Λεσβ. Μὴν ἀφίνῃς τὰ ρουχαλάκιˬα τοῦ κωπελλιˬοῦ ἁπλωμένα ὄξω τὴ νύχτα, γιˬατὶ θὰ τ’ ἀναδράμῃ πρᾶμα Κρήτ. Πρᾶμα θ᾿ ἀνάδραμε dὸ κωπέλλι κ᾽ ἐπρήστη dὸ χεράκι τίου (ἐπὶ δηλητηριώδους ζωῦφίου τὸ ὁποῖον, ὅταν διατρέξῃ τὸ σῶμα παιδίου, προκαλεῖ διὰ δηγμάτων ἢ ἄλλως πως φλεγμονὰς καὶ οἰδήματα ἐπὶ τοῦ δέρματός του) αὐτόθ. 2)Ἔρχομαι πρὸς τὰ ἄνω, ἀνέρχομαι, ἐπὶ τῶν ἐν τῷ στόματι ὑγρῶν καὶ τῶν ἐν τῷ στομάχῳ τροφῶν ἢ ὑγρῶν, τὰ ὁποῖα ἀνερχόμενα πρὸς τὸν φάρυγγα καὶ τὴν ρινικὴν κοιλότητα προκαλοῦν δυσάρεστον αἴσθημα Ἄνδρ. Βιθυν. Ζάκ. Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ) Θήρ. Ἰκαρ Κάλυμν. Καρπ. Κρήτ. Κυδων. Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σαμοθρ. Χίος-Λεξ. Δημητρ.: Ἀνέδραμε τὸ σάλιˬο κ’ ἠπῆε νὰ πνιῇ Θήρ. Ἔφαϊ ἀδραχτ’κὸς τοὺ φαεῖ κιˬ ἀνάδραμι Ἤπ. Ἔκαμα νἀ μιλήσω καὶ μ᾿ ἀνάδραμε τὸ νερὸ Λεξ. Δημητρ. ἀνάδραμε με τὸ νερὸ Κρήτ. Ἀνέδραμέ με τὸ φαεῖ αὐτόθ. ᾿Ενέdραμέ μου τὸ ψωμὶ κ᾿ ἐκόdεψε νά ’βγῃ ἡ ψυχή μου ᾿Απύρανθ. Μωρὴ, πιˬὲ δά κ’ ὕστερα ᾽ελᾷς νὰ μὴ σ᾿ ἀνειdράμῃ τὸ νερὸ αὐτόθ. ǁ ᾎσμ. Δεκαοχτὼ γραδῶ ρακὴ θὰ πιˬῶ νὰ μὲ ᾽νεδράμῃ, νὰ δώσω καὶ τσ᾿ ἀγάπης μου νὰ μ᾿ ἀποκουζουλάνῃ (γραδῶ = βαθμῶν) Κρήτ. Καὶ ἄνευ ὑποκ. Μ’ ἀνέδραμε (ἐνν. τὸ περιεχόμενον ἐν τῷ στομάχῳ) Ἤπ. Τὸν ἀναδράμιξε Κύθηρ. β) Ἐξέρχομαι ἐκ τοῦ στομάχου, ἐπὶ τῆς ἐμουμένης τροφῆς Κάρπ Σύμ. :Ἐνέδραμε'ν μου κ’ ἤβγαλα τ᾿ ἀντέριˬα μου Κάρπ. 3) Πάλλω ἰσχυρῶς, σκιρτῶ, ἐπὶ τῆς καρδίας Κέρκ.: ᾎσμ. Ὅσο αὐτὸς τὴν ἤθελε κιˬ ἀνάδραμ’ ἡ καρδιˬά του, τόσο κιˬ αυτη δεν ἤθελε ν’ ἀκούσῃ τ’ ὄνομα του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA