ἀνατριφτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατριφτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνατριφτὴς ὁ, ἀμάρτ. ἀνετριφτὴς Θήρ.-Λεξ.Λεγρ.Μπριγκ. Βλαστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνατρίβω.

Σημασιολογία

Μακρὰ ξυλίνη ράβδος φέρουσα εἰς τὸ ἄκρον προσδεδεμένα ὑγρὰ ράκη, διὰ τῆς ὁποίας ἐκβάλλουν ἐκ τοῦ πυρακτωμένου κλιβάνου τοὺς ἄνθρακας καὶ τὴν τέφραν πρὸς ἐναπόθεσιν τῶν ἄρτων ἔνθ’ ἀν. Συνών ἀνάσερμα 1γ, ἀνασυρτήρι 3, πάννα, πάννιστρας, τρίφτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/