ἀχνᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχνᾶτος ἐπίθ. Κάρπ. Κωνπλ. Προπ. ('Αρτάκ. Πανορμ.) ἀχνᾶτους Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν.) Ἴμβρ. Σαμοθρ. ἀκνᾶτος Κάρπ. Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄχνα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ-ᾶτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ διὰ πλύσεως τελείως λευκανθεὶς καὶ καθαρισθεὶς Θρᾴκ. ('Αδριανούπ. Αἶν.) Ἴμβρ. Κάρπ. Κωνπλ. Προπ. ('Αρτάκ. Πάνορμ.) Σαμοθρ.: Τά 'βαλα τὰ ροῦχα ' bουγάδα κὶ γινῆκαν ἀχνᾶτα Ἴμβρ. ᾽Αχνᾶτα σιdόνιˬα-μαξιλάριˬα αὐτόθ. || Φρ. ᾿Αχνᾶτος κιˬ ἀπαχνᾶτος (καθαρώτατος) ’Αρτάκ. Πάνορμ. Ἀχνάτη κιˬ ἀπαχνάτη (δροσερά, εὔρωστος) Κωνπλ. 2) Ἁγνός, ἄκρατος Κάρπ. Κάσ. || ᾊσμ. Ἔχει καὶ 'ς τὰ ρουθούνιˬα της τὸ μόσκο τὸν ἀκνᾶτο Κάσ. Κυώνιν ἤτρωα τὸ πωρνό, μῆλον τὸ μεσημέρι, 'ς τοῦ ἥλιˬου τὰ καΐσματα τὸν μόσχον τὸν ἀκνᾶτο (καΐσματα=καθίσματα, δύσις) Κάρπ. ᾽Αντὶς νερὸ ροδόσταμο κιˬ ἀντὶς σαποὺνι μόσκο κιˬ ἀντὶς τοῦ ἥλιˬου στεγνωσιˬὰ τὸν μο’σκο τὸν ἀκνᾶτο αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA