ἀρματοφορτωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρματοφορτωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρματοφορτωμένος ἐπίθ. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄρμα καὶ τοῦ φορτωμένος μετοχ. τοῦ ρ. φορτώνω.
Σημασιολογία
Φορτωμένος μὲ ἄρματα, ὡπλισμένος καλά, πάνοπλος: ᾎσμ. Τῆς Ἀλεξάντρας τὰ βουνὰ τὰ πυκνοφυτεμένα κἀνεὶς καὶ δὲν τ’ ἀνέβηκε ’πὲ τοὶς ἀντρειωμένους, μόνε ἐγὼ τ᾿ ἀνέβηκα δυˬὸ ὧρες τοῦ μεσονύχτου καὶ καβαλλάρις καὶ πεζὸς κι ἀρματοφορτωμένος. Συνών. ἀρματοφορεμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA