ἀρματοφύλακας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρματοφύλακας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρματοφύλακας ὁ, Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄρμα καὶ φύλακας.
Σημασιολογία
Νεανίας ὅστις κατὰ τὴν θρησκευτικὴν τελετὴν τοῦ γάμου κρατεῖ τὸ ἀπὸ τῆς ὀσφύος τοῦ γαμβροῦ ἐξηρτημένον ξίφος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA