ἀνατριχιˬασμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατριχιˬασμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνατριχιˬασμὸς ὁ, Λεξ. Βάιγ. ἀνετριχιˬασμὸς Σύμ. ᾽νετραχιˬασμός Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνατριχιˬάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ Ὁ τύπ. ἀνετριχιˬασμὸς καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἀνατριχιˬά, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: ᾿Νετριχιˬασμὸς εἶναι νὰ τὸ θωρῇς Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/