βροντωμανῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντωμανῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βροντωμανῶ Λεξ. Βλαστ. 363 Δημητρ. βροdωμανάω Κεφαλλ. - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βροντῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -μανῶ.

Σημασιολογία

1) Βροντῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Βροντομάναγε ὅλη νύχτα (ἐνν. ὁ οὐρανὸς ἢ ὁ Θεὸς) Λεξ. Δημητρ. 2) Κροτῶ ἰσχυρῶς ἔνθ’ ἀν.: Μὴ βροντωμανᾷς καὶ δὲν σὲ φοβᾶται κἀνένας Λεξ. Δημητρ. Βροdωμανάει ἡ πόρτα Κεφαλλ. || Φρ. Ὅσο ’ν’ ἡ κόρη ἀνύπαdρη, βροdωμανάει ἡ ποδεˬά της (ἐπὶ τῶν ἀπηλλαγνένων φροντίδων, ὅταν εἶναι ἀνύπανδροι) Κεφαλλ. Συνών. βροντωμαχῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/