βροντωπατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντωπατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βροντωπατῶ ΑΚαρκαβίτσ. Ζητιᾶν. 177 ΙΤυπάλδ. Ποιήμ. 17.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ρ. βροντῶ καὶ πατῶ.

Σημασιολογία

Βαδίζων κτυπῶ τοὺς πόδας ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, βηματίζω, περιπατῶ θορυβωδῶς ἔνθ’ ἀν.: Ἐβροντωπατοῦσε τὸ ποδάρι του ’ς τὴ γῆ πεισματικὰ ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Ἀπ᾽ τὰ λημέριˬα, ἀπ’ τὲς λακκιˬὲς καὶ ἀπὸ τὰ μαῦρα σπήλα͜ια βροντωπατῶντας βγαίνουνε λίγοι παλληκαρᾶδες ΙΤυπάλδ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/