ἀρματώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρματώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρματώνω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σινώπ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀρματώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀρματών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρματούου Τσακων. ἐρματώνω Höeg Saracatsans 1,146 ᾿ρματών-νω Ρόδ. Σύμ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀρματώνω. Τὸ ε τοῦ ἐρματώνω ἐκ τῶν ἱστορικῶν χρόνων.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Ὁπλίζω, ἐξοπλίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Ἐρμάτωσα ὅλα τὰ παιδία κ’ ἔστειλ’ ἀτα ’ς σ᾽ ἄβ’ (ὥπλισα ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἔστειλα εἰς τὸ κυνήγι) Τραπ. ᾿Ερματώθαμε κ᾿ ἐξήβαμε ἀπάν’ ᾿ς σοὶ κλέφτς (ὡπλίσθημεν καὶ ἐβγήκαμεν ἐναντίον τῶν λῃστῶν) αὑτόθ. Ἀρματώθ᾽κα κὶ πάου κλέφτ’ς Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βρῆκα κἄτ’ ἀρματωμένους ἀπάν’ ᾿ς τοὺ β’νὸ Αἰτωλ. Περπατοῦσε πάντα ἀρματωμένος μὲ τουφέκι καὶ γιˬαταγάνι ΧΧρηστοβασ. Διαγων. 51. || Φρ. Ἀρματωμένος σὰν ἀστακὸς ὥς τὰ δόντιˬα (ἐπὶ τοῦ πανόπλου) πολλαχ. || Παροιμ. Ἀρματώνετου δώδεκα χρόνιˬα σὰν τὸν ἀστακὸ γιὰ νὰ μαλώσῃ μὲ τὸ χταπόδι ἐπὶ τοῦ δι’ ἀσήμαντον αἰτίαν προβαίνοντος εἰς θορυβώδεις παρασκευὰς) Πελοπν. (Μάν.) || ᾊσμ. Ἄν ἔῃς ἀσκέρ’ ἀρμάτωτον, ἀρμάτωσον καὶ στεῖλον Κερασ. Τὸν πόλεμον ἐκοῦσαν κ᾽ ἐρματωθήκασι Νισυρ. Ρόδ. Τῆλ. ᾽Εγέν᾽τον ὁ αἰχμάλωτον, ἐγέν’τον κ᾽ ἐρματῶθεν, ἐπέρεν τ᾽ ἐλαφρὸν σπαθὶν κ᾽ Ἑλλενικὸν κοντάριν (ἐμεγάλωσεν ὁ αἰχμάλωτος, ἐμεγάλωσε καὶ ὥπλίσθη, ἐπῆρε κτλ.) Κερασ. Καὶ σὰ dὴν ἐστολίζανε θωρεῖ ’να gαβαλλάρι ἀρματωμένο ᾿ς τὸ σπαθί, ζωσμένο ’ς τὸ κοdάρι Κρήτ. ᾿Ερμάτωσεν τοὺς στρατηγοὺς καὶ ὅλον τὸ φουσσᾶτον Τραπ. Κάστρε μ᾿, ἡ πόρτα σ᾽ σίδερον καὶ πάντα κλειδωμένον, τὸ στράτεμα σ’ ἔν᾽ παλληκάρ’ καλὰ ἀρματωμένον Σταυρ.-Ποίημ. Μόνε σφοδρὰ βροντοκοποῦν τ᾿ ἀρματωμένα στήθη ΔΣολωμ. 243. Ἡ μετοχ. ἀρματωμένος καὶ ὡς επών. Κεφαλλ. β) Μετοχ ἀρματωμένος, τὸ φυτὸν κίρσιον τὸ ἀστρωτὸν (cirsium stellatum) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) Πελοπν. (Μάν.) 2) Ἐφοδιάζω τι δι’ ὅλων τῶν ὀργάνων καὶ ἐξαρτυμάτων τῶν ἀναγκαίων διὰ τὴν κανονικὴν κίνησιν καὶ χρῆσιν αὐτοῦ, οἷον πλοῖον διὰ τῶν ἱστῶν, κεραιῶν, ἱστίων κττ., ἀνεμόμυλον διὰ τῶν ἱστίων, τὰ ἁλιευτικὰ ὄργανα διὰ τοῦ μολύβδου, τῶν ἀγκίστρων καὶ τῶν λοιπῶν κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σαντ Τραπ.): Ἀρματώνω τὸ καράβι-τὸ καΐκι-τὴ βάρκα κοιν. Ἀρματώνω τ᾿ ἀγκίστριˬα Λεξ. Δημητρ. Ἀρματωμένο παραγάδι αὐτόθ. Ἀρμάτωσα τὴν κορδέλλα μὲ καινούργιˬο πριόνι (κορδέλλα=πριονιστικὴ μηχανὴ) αὐτοθ. Ἀρματώνω τὸ μύλο (ἀνοίγω τὰ ἱστία τοῦ μύλου διὰ νὰ ἀρχίσῃ νὰ κινῆται) Κύθν. Χίος Τὸ καράβιν ἐρματῶθεν Οἰν. Τὰ καράβ φορτοῦνταν κιˬ ἀρματοῦνταν Κοτύωρ. Παραγάδιˬα ἀρματωμένα μὲ ψιλὰ ἀγκίστριˬα πολλαχ. Ἀρματωμένο παραγάδι (κοφίνι ἁλιευτικὸν ἔχον τὰ χείλη τοῦ στομίου ἐπενδεδυμένα διὰ φελλοῦ, ὅθεν ἐξαρτῶνται τὰ ἄγκιστρα) Τῆν. Μάγγανος ἀρματωμένος (μηχάνημα ἀντλήσεως φρεατίου ὕδατος ἕτοιμον πρὸς κίνησιν) Σῦρ. || Φρ. Ἀρματώνω τὰ κουπιˬὰ (προσδένω διὰ τῶν τροπωτήρων τὰς κώπας εἰς τοὺς σκαλμοὺς πρὸς κωπηλασίαν, τροπῶ τὰς κώπας) πολλαχ. || ᾊσμ. ᾿Εσένα πρέπ’, ἀφέdη μου, καράβιˬα ν᾽ ἀρματώνῃς καὶ τὰ σκοινιˬὰ τοῦ καραβιˬοῦ νὰ τὰ μαλαματώνῃς Ἄνδρ. Τώρᾳ ’ναι Μάις κιˬ ἄνοιξι, τώρᾳ ᾽ναι καλοκαίρι, τώρ᾿ ἀρματώνουν κάτεργα, τώρᾳ κινοῦν καράβιˬα Προπ. (Κύζ.) Αὐγερινὸς ἐρμάτωσε καράβι γιˬὰ τὴν Πόλι μὲ τὸ ψηφί, μὲ τὸ γυˬαλί, μὲ τὸ μαργαριτάρι Χίος. Καράβιν ἐρματώνασι κ’ ἦταν σαράντα πῆχες Ρόδ. Βάρκα θέλω ν’ ἀρματώσω μὲ σαράdα δυˬὸ κουπιˬά, μὲ σαράdα παλληκάριˬα νὰ σὲ κλέψω μιὰ βραδε͜ιὰ Κρήτ. κ.ἀ. Κἄπου ᾿ς σὴν Ἄσπρην Θάλασσαν καράβ’ ἀρματωμένον καράβιν ιλρμάτωτον ἐχπάστεν ᾿ς σὴν Φραγκίαν (ιλρμάτωτον=μὲ πολλὰ καὶ τέλεια ἐξαρτύματα, ἐχπάστεν=ξεκίνησε) Σάντ. Τραπ. β) Μεσ. μεταφ. πληροῦμαί τινος Ἴμβρ.: Ἀρματώθ᾽κα πουλύπουδα-ψεῖρις-ψύ’ κττ. (πουλύπουδα=ὀρνιθόψειρες). 3) Ἔφοδιάζω διὰ τῶν ἀναγκαίων ἐπίπλων, ἐπιπλώνω Μεγίστ. Σάμ. Πόντ. (Κοτύωρ. Σαντ. Τραπ.) κ.ἀ.: Ἀρματώνου σπίτ’ Σάμ. ᾽Ερμάτωσα τ᾽ ὁ-σπίτ’ Κοτύωρ. Τραπ. || ᾎσμ. Τὸ παπώρ᾿ ἔν’ τ᾽ ὁσπίτ’ν ἐμουν, ἀτότε θ᾿ ἀρματοῦται (ἐξ ἑρμηνείας ἐνυπνίου) Σάντ. 4) Εὐτρεπίζω, κοσμῶ, ἐπὶ οἰκίας Ἤπ. Μεγίστ. Συνών. ἀναμαζεύω Α 2, ἀναμαζώνω Α 2, ἀναμερίζω Α2, ἀναπαρώνω 2, ἀναστέλλω 3, ἀνασυγυρίζω 1,ἀποκορτσώνω,ἀποσιάζω 1β, ἀποσυνάζω 2, συγυρίζω. 5) Στρώνω, προετοιμάζω, ἐπὶ. τραπέζης Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀρμάτωσον τὀ τραπέζ’. Ἀντίθ. ἀπαρματώνω 2. 6) Περιβάλλω τινὰ πολυτελῆ ἐνδυμασίαν ἢ κοσμήματα, στολίζω πολλαχ. καὶ Πόντ (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Σινώπ. Σταυρ. Τραπ.): Ἀρματώνει τὴν κόρη Βιθυν. Τὴν ἀρμάτουσι φλουριὰ Στερελλ. (Ἀράχ.) Ἀρματώθ’κι τοὺ κουρι’τσ’ γιὰ νὰ πάῃ ’ς τὴν ἰκκλησιὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σὰν κάμου ἔτσ' κιˬ ἀρματουθῶ, οὕλους οὑ κόσμους θὰ τ’ράῃ ἰμέναν αὐτοθ. Ἑφτὰ ὥρας ἀρματοῦται Κοτύωρ. ᾿Ερματῶθα καὶ ἐπῆγα ᾿ς σὴ χαρὰν Τραπ. || Φρ. Κουπιˬάστι ν’ ἀρματώσουμι τ’ νύφ’ (πρόσκλησις ἀπευθυνομένη κατὰ τὸν γάμον εἰς φίλους καὶ συγγενεῖς διὰ τὸ στόλισμα τῆς νύφης) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Καλορρίζικα ντ’ ἐρμάτωσετε (εὐχὴ κατὰ τοὺς ἀρραβῶνας) Σταυρ. Ἀρματώνου τὰ γίδιˬα μὶ τὰ κουδούνιˬα (δένω εἰς τὸν λαιμὸν τῶν αἰγῶν κώδωνας) Αἰτωλ. Τοὺν ἀρμάτουσαν (τὸν ἠνάγκασαν νὰ τὴν λάβῃ ὡς σύζυγον) Μακεδ. (Βλάστ.) || ᾊσμ. Ἀρμάτωσε τὴν ἀδερφὴ κιˬ ἂς τὴν πάρουν κιˬ ἂς φύγουν Ἤπ. Κάτω᾿ς τὸ γιˬαλό, κάτω’ς τὸ περιγιˬάλι νύφ’ ἀρμάτωναν, γαμπρὀ στολίζαν αὐτόθ. Κόρη ξανθὴ στολίζεται, στολίζετ’ κιˬ ἀρματώνεται Θεσσ. Ντύσου, ἀρματώσου, λυγερή, καὶ βάλε τὰ καλά σου Λεξ. Δημητρ. Νὰ στουλιστῶ, ν᾿ ἀρματουθῶ, νὰ βγῶ ᾿ς τοὺ πιριβόλι, νὰ κάμου νέους νὰ σφαχτοῦν, κουράσιˬα νὰ πλαντάξουν Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) 7) Ἀναρτῶ, κρεμῶ, προσδένω, ἐπὶ περιβολῆς κοσμημάτων Ἤπ. Πόντ. (Σινώπ.) κ.ἀ.: ᾊσμ. Κόρη, κατέβα κάτω κιˬ ἀπάνω ἅμ᾽ ἀνεβῶ, φλουριˬὰ θὰ σ’ ἀρματώσω ς’ τὸν ἄσπρο σου λαιμὸ Σινώπ. Καὶ τοῦτα τὰ φλουράκιˬα κιˬ ὅλα τὰ φλουριˬὰ θὰ σ’ τ’ ἀρματώσω τέλε͜ια ᾿ς τὰ κατσαρὰ μαλλιˬὰ Ἤπ. 8) Ἀρτύω, καρυκεύω Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): ᾿Εγώ ἀρματώνω τὸ φαεῖν κ᾽ ἐσὺ ψέντς ἀτο (τὸ ψήνεις) Τραπ. Ἀρμάτωσο τὴ μαερεία (ἄρτυσε τὸ φαγητὸν) Ὄφ. Συνών. ἀρτύνω. 9) Φυτεύω Σῦρ.: Ἀρματώνομε τσ᾿ bαξέδες. 10) ᾿Ενισχύω, ἐπὶ πυρὸς Γ’Επαχτίτ. Ἱστορ. 50: Ἀπόψε ν᾽ ἀρματώσῃς τὴ φωτιˬὰ ἀπ᾿ ὅλων τῶν λογιˬῶν τὰ ξύλα ἀπ’ ὅσα ἔχεις ᾿ς τὸ στοῖβο σου. 11) Μεταφ. ἐπιπλήττω δριμέως, ὑβρίζω Πόντ. (Κερασ.) Συνών. στολίζω. Β) Ἀμτβ. 1) ᾽Ενεργ. καὶ. μέσ. ἑτοιμάζομαι πρὸς ἀπόπλουν ἢ ἀναχώρησιν Κρήτ. Ρόδ. Σάμ. Χίος κ.ἀ.: Ἀρματώνει γιˬὰ τὴ χώρα Χίος ᾿Ερμάτωσεν κ᾽ ἐπάγαινεν αὐτοθ. Ποῦ ἐρματώσετε; Ρόδ. Ἀρματώνουdαι τὸ λοιπός, παίρν’ ὁ ἄdρας τὰ ζυγάλετρα ᾿ς τὸν ὦμο κ’ ἐλάλε͜ιε τὰ ζωdόβολα (ἐκ παραμυθ.) Κρήτ. || ᾎσμ. Φιργάδα μου, π᾿ ἄρμάτουσις, ποῦ πάς νὰ ξαρματώσῃς; ποῦ πάς νὰ ρίξῃς σίδιρου κὶ νὰ ξισαβουρρώσῃς; Σάμ. β) Ἀπέρχομαι Χίος (Καρδάμ.): Ποῦ ἐρμάτωσες; 2) Ὡριμάζω, ἐπὶ ὀπωρῶν (φαίνομαι οἱονεὶ ὡραῖος, στολισμένος, ὁποίαν ἐντύπωσιν προξενοῦν οἱ ὥριμοι καρποὶ) Σέριφ.: Ἀρματῶσαν τὰ σῦκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA