ἀνατσουλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατσουλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνατσουλώνω Κρήτ. ἀνατζουλώνω Κρήτ. ἀνετσουλώνω Α.Κρήτ ἀνιτσ’νώνου Ἴμβρ. Σαμοθρ. ἀνατσουρώνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνασουσουρώνω Λεξ. Γαζ. (λ. ἀντιφρίσσω) ἀνιτσουτσουρώνου Σάμ.Μες.ἀνατσουρώνομαιἬπ.-Λεξ.Δημητρ. νατσουτσουρώνομαι Πελοπν.(᾿Αρκαδ.Κυνουρ.) -ΑΠαπαδιαμαντ. Χριστουγενν διηγ. 50 ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 86 ἀνατσουτσουρώνουμαι Πελοπν. (᾿Αρκαδ.Λακων.) ἀνατσουτσουρώνουμι Θεσς.(Ζαγορ.) Σκίαθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. τσουλώνω. Τὸ ἀνασουσουρώνω κατ᾿ ἀναδίπλ.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανορθοῦνται αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μου, φρίττω Θεσσ. (Ζαγορ.)Πελοπν.(Ἀρκαδ. Κυνουρ.) Σάμ. Σκίαθ.-ΑΠαπαδιαμάντ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Γαζ. : Οὑ γάττους ἀνιτσουτσούρουσι Σαμ. ᾿Ανατσουτσουρώθ᾿καν οἱ τρίχις τ’ κιφαλιˬοῦ μ᾿ Ζαγορ. «Ἐλαφρὸς κόλαφος ἠκούσθη καὶ συγχρόνως φωνὴ παραδόξου ὄντος μελανοῦ τὴν ὄψιν, μὲ μαλλιὰ ἀνατσουτσουρωμένα, μέ ἀλλόκοτα ράκη ὡς ἐνδυμασίαν» ΑΠαπαδιαμάντ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνατριχιˬάζω 1. 2) Ἐξαγριοῦμαι κατά τινος, ἀντιμετωπίζω μετὰ θυμοῦ τινα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σαμ.-Λεξ. Δημητρ. : Ἀνατσουρώθ’κα κ᾿ ι’γὼ μόλις τοὺν εἶδα Ζαγορ. Σὰν τ᾿ ἀνατοουρώθ’κα μιˬὰ φουρά, τοὺν ἔμασαν τὰ κάτ’ρα (ὅταν ἐξηγριώθην ἐναντίον του, ἐφοβήθη πολὺ) αὐτόθ. Συνών. ἀναματσώνω Β 1. β) Τρομάζω, ἐκπλήττομαι, ταράττομαι Πελοπν. (Κυνουρ.): Ὁ γάιδαρος ἀπὸ τοὶς φωνὲς καὶ τὰ χτυπήματα ἀνατσουτσουρώνεται καὶ τρέχει νὰ φύγῃ. Συνών. ἀναφαντιˬάζω, ἀναφαντώνω 2, ξαφνίζομαι (ἰδ. ξαφνίζω), ξυπάζομαι (ἰδ. ξυπάζω), τρομάζω. γ) κάμνω τὸν γενναῖον, θρασύνομαι Πελοπν. (Λακων.)-Λεξ. Δημητρ. : Παροιμ. Ἀνατσουρώνεται ὁ καμπούρης μπρὸς ᾿ς τὸ σακάτη (ὁ ταπεινὸς καὶ ἀσθενὴς πρὸς τοὺς ἴσους του παλληκαρεύεται) Λεξ. Δημητρ. Συνών. *ἀνακαμπαρδώνω, ἀνακαρώνω (Ι) 1β, ἀνακοκορεύομαι, ἀνακοκορώνομαι, ἀναματσώνω Β 2, ἀντρε͜ιεύομαι (ἰδ. ἀντρε͜ιεύω), κοκορεύομαι. δ) ὑπερηφανεύομαι Σαμ. Συνών.: μεγαλοπιˬάνομαι (ἰδ. μεγαλοπιˬάνω), περηφανεύομαι. ε) Λαμβάνω ὕφος κομπασμοῦ, αὐταρεσκείας ΚΠασαγιανν ἔνθ’ ἀν. : Ἀνατσουτσουρώνεται καὶ μπαίνει μπροστὰ ’ς τὸ χορο 3) Αὐξάνω, ἀναπτύσσομαι, ἐπὶ φυτῶν, ἀνθρώπων καὶ ζῴων Ἴμβρ. Κρήτ. Σαμοθρ. : ’Ανατσουλώνει τό σπαρμένο-τὸ παιδὶ Κρήτ. ᾿Ανιτσ’νώσαν τ’ ἀρνιˬὰ Ἴμβρ. 4) Ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου, ἀναρρωννύω Ἴμβρ. Κρήτ. Σαμοθρ. Ἀκόμη δὲ bορεῖ ν᾿ ἀνατσουλώσῃ μὲ τὴ γρίππη Κρήτ. Ἀρρώστ᾿σι κὶ δὲ bορεῖ ν᾿ ἀνιτσ’νώ’ Ἴμβρ. Συνών. ἀναδίνω Β 1 γ, ἀναζουμώνω, ἀναζῶ Α Ι, ἀναθάλλω Α 2, ἀνακαρώνω (Ι) 1, ἀναπιˬάνω 12, ἀναπλῳρίζω Β2, *ἀναπουπουλίζω, δυναμώνω, καρδαμώνω

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/