ἀναύγιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναύγιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναύγιστος ἐπίθ. Πόντ.(Τραπ. Χαλδ.) ἀναύγητος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *αὐγιστὸς<αὐγίζω.Τὸ ἀναύγητος κατὰ τὰ ἐκ περισπωμένων ρ. παραγόμενα. Πβ. καὶ ἀρχ. ἐπίθ. ἀναύγητος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ λευκανθεὶς διὰ πλύσεως ἢ ὁ μὴ δυνάμενος εὐκόλως νὰ λευκανθῇ, ἐπὶ ἐνδυμάτων ἔνθ’ ἀν.: Τὰ λώματα ἀναύγιστα ἐπέμ’ναν (τὰ ἐνδύματα ἔμειναν ἀν.) Τραπ. Λῶμαν ἀναύγητον Χαλδ. Συνών. ἀλεύκαντος, ἀλεύκαστος, ἀλεύκιˬος, ἄλευκος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/