ἄναυλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄναυλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄναυλα ἐπίρρ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄναυλος.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανευ ναύλου, χωρὶς νὰ πληρώσῃ. τις ναῦλον Σκοπ. Σύμ. : Ἄναυλα πῆγα κ᾽ ἦρθα Σκόπ. 2) ᾿Ακουσίως, βίᾳ, μὲ κακὸν τρόπον (ἡ σημ. ἐκ τῆς μεταφορᾶς τῶν καταδίκων τῶν ἀποστελλομένων εἴς ἀνώτερα δικαστήρια ἢ φυλακὰς χωρὶς νὰ πληρώσωσι ναῦλον) κοιν. : Φρ. Ἔφυγε ἄναυλα. Θὰ σὲ κάμω νὰ φύγῃς ἄναυλα. Θὰ σὲ στείλω ἄναυλα κοιν. Νὰ σὲ κάμω θέλει νὰ βρῇς τὴ στράτα ἄναυλα. (ἀπειλὴ) Κρήτ. Τὸν ἔδιˬωξα ἄναυλα (τὸν ἐξεδίωξα) Λεξ. Πρω 3) ᾿Αδικαιολογήτως, ἄνευ ἀποχρῶντος λόγου, ἀδίκως Λεξ. Δημητρ.: Ἄναυλα πῆγε ἀπὸ κακοκεφαλιˬά του. Τὸν ἔστειλαν ἄναυλα (ἐνν. οἱ ἰατροί εἰς τὸν ᾍδην).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/