ἀνάφαμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάφαμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάφαμα τό, Σκῦρ. ἀνάφαμ-μα Μεγίστ. ἀνέφαμ-μα Καρπ. (Ἔλυμπ. κ. ἀ.) ᾽νέφαμ-μα Καρπ. (Ἔλυμπ. κ. ἀ.) Σὐμ. Τῆλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναφαίνω.
Σημασιολογία
1) ’Εμφάνισις, παρουσία Σύμ Τῆλ : ’Πάνω ’ς τό ᾽νέφαμ-μά μου Συμ. Μὲ τὸ ᾽νέφαμ-μά μου αὐτόθ. ǁ Φρ. Τῆς γειτονιˬᾶς τὸ ᾽νέφαμ-μα, τῆς στράτας τ’ ἄμε κ᾽ ἔλα (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀργοσχόλου καὶ ἀσκόπως περιφερομένου) αὐτόθ. 2) Τὸ μέρος ὅθεν ἀναφαίνεται, προβάλλει τις ἐρχόμενος Καρπ (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Μεγιστ Σκῦρ Σύμ. : ᾎσμ. ’Πάνου ᾿ς τὸ σφιχταγκάλεˬασμα, ᾿ς τὸ γλυκοφίλημά τω, ἐπρόαλε ’ς τ’ ἀνέφαμ-μα κ᾽ ἡ βάγιˬα μὲ τὴν σίκλα Ἔλυμπ. Συνών. ἀναφανὴ 1. 3) Μέρος ὑψηλόν, περίβλεπτον Καρπ (Ἔλυμπ.) Μεγίστ. Σκῦρ. Συμ : ᾎσμ. Ἥλιˬε μ᾽, ἄν εἶσ’ ὡσὰν κ’ ἐμὲ γὴ κάλλιˬος ᾿ποὺ τὰ μένα, πρόαλε ’ς τὰ ᾿νεφάμ-ματα νὰ φέξῃς καὶ νὰ φέξω Ἔλυμπ. Συνών. ἀγνάντιˬα Β3, *ἀγναντία, ἀναφανὴ 2. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνάφαμ-μα Μέγιστ. Ἀνεφάμ-ματα Κάρπ. Ἀνιφάμ-ματα Σκῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA