βρούχνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρούχνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρούχνα ἡ, Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) φρούχνα Πόντ. (Χαλδ.) φρούχν Πόντ. (Ἀμισ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Εὐρώς, μούχλα ἔνθ’ ἀν.: Τὸ φαεῖ ἔ’ βρούχνα Ὄφ. Ἔφερεν βρούχναν τὸ ψωμὶν Τραπ. || Παροιμ. Τ’ ἔξ’ τὸ μῆλον κόκκινον καὶ τ᾿ ἀπέσ’ βρούχνας γομᾶτον (τὸ ἔξω τοῦ μήλου εἶναι κόκκινον καὶ τὸ ἀπομέσα εἶναι γεμᾶτο μοῦχλες, ἐπὶ προσώπου ἢ πράγματος ἔχοντος ἐξωτερικὴν μὲν ὄψιν ὡραίαν, ἐσωτερικὴν δὲ κατάστασιν νοσηρὰν ἢ πρόστυχον) Κοτύωρ. || ᾎσμ. ’Σ τὸν ᾍδην φρούχνα πιθαμὴν καὶ τὸ νερὸν ερέαν, σύρει ἡ φρούχνα τὸ νερὸν καὶ τὸ νερὸν τὴν φρούχναν Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA