ἀρμεγωσουρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμεγωσουρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρμεγωσουρώνω ἀμάρτ. ἀρμεωσουρώνω Κύθν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ρ. ἀρμέγω καὶ σουρώνω.
Σημασιολογία
᾿Εγχέω τὸ ἑκάστοτε ἀμελγόμενον γάλα ἐντὸς ἀνηρτημένου σακκουλλίου ἐκ πυκνοῦ παννίου, ἵνα διηθουμένου τοῦ ὀροῦ μείνῃ ἡ συμπαγεστέρα οὐσία ὡς εἶδος τυροῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA