ἀναφάντης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφάντης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναφάντης ὁ, Ἱκαρ. Κάρπ.-Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀλαφάντης Ροδ. ἀνεφάντης Ἰκαρ. Καρπ-Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀλεφάντης Καρπ.-Λεξ. Πρω. ἀνωφάντης Ἰκαρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναφαίνω. Ὁ τύπ. ἀνωφάντης ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἐπιρρ. ἄνω.
Σημασιολογία
1) Ὄπὴ ἐπὶ τῆς στέγης πρὸς φωτισμόν, φωταγωγὸς Ἰκαρ.-Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀναφορεˬὰς 2, ἀναφωτή, φεγγίτης. 2)Ὀπὴ τῆς στέγης τοῦ ἀχυρῶνος, διὰ τῆς ὁποίας εἰσάγονται καὶ ἀποθηκεύονται ἐν αὐτῷ τὰ ἄχυρα Κάρπ. ᾿Εβγῆκεν ἀπ᾿ τὸν ἀνεφάντη τ᾿ ἀχερωναριˬοῦ. 3) Τὸ ἄνω μέρος τῆς καπνοδόχου Ροδ. Συνών. ἀναφανός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA