ἀναφαντιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφαντιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφαντιˬάζω ἀμάρτ. ἀναφαντιˬάζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) Μέσ. ἀλαφαντιˬάζουμι Στερελλ. (Κλών.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. φαντιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἐκπλήττομαι ἔνθ’ ἀν. : Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνατσουλώνω 2β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA