γεροντομοιράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντομοιράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεροντομοιράζω ἀμάρτ. γεροdομοιράζω Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ ρ. μοιράζω.
Σημασιολογία
Κατὰ τὴν διανομὴν τῆς κληρονομουμένης περιουσίας, ἰδίως ἀκινήτου, ὁρίζω μερίδιον ἐξ αὐτῆς διὰ τὴν συντήρησιν τῶν γερόντων γονέων μέχρι τοῦ θανάτου των. Πβ. γεροντομοίρι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA