γεροντομοίρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντομοίρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροντομοίρι τό, πολλαχ. γερονdομοίριν Κῶς (Καρδάμ.) γεροdομοίριν Χίος (Πισπιλ. Φυτ. κ.ἀ.) γερονdομοίρι Ἀστυπ. Νίσυρ. γεροdομοίρι Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Θήρ. Κέως Κρήτ. (Ζερβιαν. Νεάπ. Ραμν. Ρέθυμν. Σέλιν. (Αἰδηψ. Ὄρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Δομοκ. κ.ἀ.) γιρουdουμοίρ᾽ Σάμ. γιρουντσουμοίρ᾽ Στερελλ (Ξηρόμ.) ᾽ερονdοιμοίρι Κάλυμν. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κῶς Πάτμ. ᾽εροdομοίρι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. μοῖρα. Πβ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 24 (1912), 374

Σημασιολογία

1) Τὸ μερίδιον τῆς ἀκινήτου περιουσίας τῶν γονέων, ποὺ ἐκράτησαν οὖτοι διὰ συντήρησίν των μετὰ τὴν διανομὴν τῆς ὑπολοίπου περιουσίας των εἰς τὰ ἐνηλικιωθέντα τἐκνα των πολλαχ. Τὸ σπίτι καὶ τὸ περιβόλι τὸ κράτησαν γιὰ γεροντομοίρι πολλαχ. Αὔτὸ τό ᾽χω γιˬὰ γεροντομοίρι, δὲν τὸ δίνω κἀνενὸς Πελοπν. (Ἀργολ.) Αὐτὸ εἶναι τὸ ᾽ερονdομοίρι μας, ἐδῶ περνοῦμε τὰ γηραθε͜ιά μας Πἀτμ. Ἐκράτησε ἐλία ᾽ερονdομοίριˬα (ἐλία = ὀλίγα) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Τοῦ κόσμου τὴ bεριουσία εἶχε καμωμένη κιˬ ἐδὰ διˬακονᾶται, γιˬατὶ δὲ dοῦ᾽ κοψε νὰ κρατήσῃ καὶ τὸ γεροdομοίρι dου Κρήτ. (Νεάπ.) Θὰ κρατήξω ἕνα gομματάκι γιὰ γεροdομοίρι, γιατὶ καὶ τὰ κοπέλιˬα ὡς τῶνε διόξῃ· γἤ μὲ κοιτάξουνε γἤ δὲ μὲ κοιτάξουνε (ὡς τῶνε διόξῃ ὅπως τὰ τοὺς φανῇ καλύτερον) Κρήτ. (Ραμν.) Τσὶ καλοπιˬάνει τσὶ γέρους, γιˬὰ νὰ τῶνε φἀῃ τὸ γεροdομοίρι Κρήτ. (Χαν.) Δε gρἀτ᾽σα γιρουντουμοίρ᾽ κὶ τώρα τοὺ χτυπάου τοὺ κιφάλ μ᾽ (ἔχω πικρὰ μετανοήσει) Εὔβ. (Αἰδηψ.) 2) Μέρος τῶν εἰσοδημάτων ἐκ κτημάτων τὰ ὁποῖα παρεχωρήθησαν ἀπὸ τοὺς γέροντας γονεῖς εἰς τὰ ἐνηλικιωθέντα τέκνα των. Τὰ εἰσοδήματα ταὐτα λαμβάνουν οἱ γονεῖς οὗτοι μέχρι τοῦ θανάτου των πρὸς συντήρησίν των Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 3) Τὸ ἐκ τῆς ἀκινήτου περιουσίας τῶν γερόντων γονέων μερίδιον, τὸ ὁποῖον ἀφίνου οὗτοι μετὰ θάνατον εἰς ἐκεῖνο ἐκ τῶν τέκνων των ἢ καὶ ἐκ τῶν ἐγγόνων των τὸ ὁποῖον τοὺς περιποιεῖται κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς των Θήρ. Κάρπ. Κύθν. Κῶς (Καρδάμ.) Σάμ. Χίος (Πισπιλ. Φυτ. κ.ἀ.) : Ἤφηκέν dης ὁ πάπ-ος της γερονdομοίριν dὸ σπίτιν Καρδάμ. Τὸ γεροdομοίριν μου ᾽ὰ δώκω το dοῦ Γιάννη μου, bοὺ ᾽ὰ γεροκομήσῃ με Φυτ. Ὅπο͜ιους μὶ ξισκατίσ᾽, αὐτὸς θὰ πάρ᾽ κὶ τὰ γιρουdουμοίριˬα Σάμ. Τοὺν ἔχου᾽ς τὰ δυˬὸ στινὰ τοὺ bατέρα μ᾽ νὰ μ᾽ γράψ᾽ κὶ μένα ἕνα κουμμάτ᾽ γιρουdουμοίρ᾽ (τοὺν ἕχου ᾽ς τὰ δυˬὸ στινὰ = τοῦ ἐξασκῶ ψυχολογικὴν πίεσιν) αὐτόθ. 4) Ἡ ἐξ ἐθίμου ὑποχρέωσις τῶν τέκνων νὰ χορηγοῦν τὰ πρὸς συντήρησιν εἰς τοὺς γέροντας γονεῖς των Μῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/