γεροντόμουλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντόμουλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροντόμουλος ὁ, ἀμάρτ. ᾽εροdόμουος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. ᾽εροdόμουα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. μοῦλος.
Σημασιολογία
Γεροντομούλαρο, ὃ βλ.: ᾽Εροdόμουος εἶναι, μὰ σὰ dονὲ βεργίζῃς, πάει (βεργίζῃς = κτυπᾴς μὲ βἐργαν). Ἐπούλησε dὰ ζουοπρόβατα dου κ᾽ ἤπηρε μιὰ ᾽εροdόμουα, ποὺ ᾽ν᾽ ἀπάνου ἀπὸ δεκοχτὼ χρονὼ (ζουοπρόβατα = αἰγοπρόβατα) || Παροιμ. Ἄα ᾽ν᾽ τὰ μάθιˬα τοῦ αοῦ κι ἄλλα ᾽ν τζῆ κουκουμάβας | κιˬ ἄα ᾽ν᾽ τοῦ ᾽εροdόμουου κι ἄα τσὴ ἀεάδας (αοῦ = λαγοῦ, κουκουμάβας = γλαυκός· ἐπὶ τῶν μὴ ἐπιδεκτικῶν συγκρίσεως προσώπων). Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA