ἀναφιλυτὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφιλυτὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναφιλυτὸ τό, ἀναφλυτό Λεξ. Αἰν. ἀναφιλυτό κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. *ἀναφιλύω παρὰ τὸ ἀναφιλύζω.

Σημασιολογία

1) Διαρκὴς σιγηλὸς θρῆνος, συνεχὴς λυγμὸς κοιν. : Ἄρχισε τ᾽ ἀναφιλυτά. Κλαίει μ᾽ ἀναφιλυτὰ κοιν. Ὅλο μ᾽ἀναφιλυτὰ δέρνεται Κρήτ. Σωριˬασμένη ἀπάνω του ἄφησε λεύτερα μόνο τ᾿ ἀναφιλυτά της ΚΧατζοπ. Πύργ. ᾿Ακροπότ. 17. Ἀναφιλυτὰ ἀκούστηκαν κ᾽ ἡ θλῖψι ἅπλωσε βαρεˬὰ τὰ φτερά της Μποέμ Ντόπ ζωγραφ. 73. Ἤκουσα τῆς ἄρρωστης τό βῆχα σὰν ἀναφιλυτό ΙΚονδυλ. Πρώτη ἀγάπ. 69. ǁ Ποιήμ. Μιλῶντας μ᾽ ἀναφιλυτό καὶ δακρυσμένο μάτι ΛΜαβίλ. Ἔργα 21 Καὶ νο͜ιῶσε τ᾽ ἀναφιλυτὰ καὶ τὸν καηˬμό τοῦ κόσμου ΓΒιζυην. Ἀτθίδ. αὖραι2 235. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀναφίλυσμα 2. 2) Θορυβώδης γέλως Μακεδ. (Καστορ.): Γελοῦνε κιˬ ἀκούγουνται ὥς ἐδῶ τ᾽ ἀναφιλυτά τους. Συνών χαχανητό. χαχάνισμα, χάχανο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/