ἀρμενιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρμενιˬάζω ἀμάρτ. ἀρμινιˬάζου Θεσσ. Θρᾴκ. (Κομοτ.) Μέσ. ἀρμινιάζουμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Μελέν. Σέρρ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Κατὰ ΠΠαπαγεωργ. ἐν Ἀθηνᾶ. 24 (1912) 459 κἑξ ἐκ τοῦ ἀρμενίζω (ΙΙ), κατὰ ΣΚυριακίδ. ἐν Λαογρ. 8 (1925) 467 κἑξ. ἐκ τοῦ ὀν. Ἀρμένις.

Σημασιολογία

Ἀμτβ. πάσχω ἀπὸ ἐπιλόχιον πυρετὸν ἢ διανοητικὴν διατάραξιν ἐξ ἐπηρείας δαίμονος, ἐπὶ λεχοῦς Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ.) Μακεδ. (Μελέν. Σέρρ.) κ.ἀ.: Ἡ λιχοῦσα νὰ μὴν ἀπουμ’νίσ’ μουναχή τ᾿ς, γιˬατὶ ἀρμινιˬάζ’ Κομοτ. Ἡ λιχώνα ἀρμινιˬάζιτι Θεσσ. Ἡ λιχώνα ἀρμινιˬάσκι Ἀδριανούπ. Μετβ. προξενῶ ἀσθένειαν ἢ διανοητικὴν διατάραξιν, ἐπὶ λεχοῦς Θεσσ. κ.ἀ.: ’Επῳδ. Μὶ ἀρμένιˬασι ἡ μάννα μ’, μὶ ἀρμένιˬασι ἡ bαbᾶζ-ου-μ’, μὶ ἀρμένιˬασαν τὰ ξαδέρφιˬα μ᾿ Θεσσ. Συνών. ἀρμενίζω (ΙΙ) 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/