γεροντομπάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντομπάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεροντομπάζω ἀμάρτ. γεροdοbάζω Κεφαλλ. Λευκ. Μετοχ. γεροντομπασμένος σύνηθ. γεροdοbασμένος Κεφαλλ. Κύθηρ. Λευκ. Πελοπν. (Νεάπ.) γιρουντουμπασμένους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοὺ ρ. μπάζω.
Σημασιολογία
1) Γηράσκω προώρως Λευκ.: ᾽Εγεροdόbασε ἀπ᾽τὰ βάσανα 2) Μετοχ. ἄτομον ἔχον ἐμφάνισιν γέροντος ἀνεξαρτήτως ἡλικίας λόγῳ ἀσθενειῶν ἢ κακῆς σωματικῆς ἀναπτύξεως σύνηθ.: Ἀπὸ τὴ μιˬὰ bάdα ἡ φτώχε͜ια, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἀρρώστιˬα του ἔγινε γεροdοbασμένος Πελοπν. (Νεάπ.) Εἶνι ἄπλιρου πρᾶμα τοὺ γιρουντουμπασμένου (ἄπλιρου == ἀδύνατο) Στερελλ. (Μύτικ.) Σαράdα χρονῶνε κ᾽ εἶναι γεροdοbασμένος Λευκ. Αὐτὸν θὰ πάρ᾽ς τοὺ γιρουντουμπασμένου; Εὔβ. (Στρόπον.) Εἶδες την τὴν κοκορόμυˬαλη, τὴ γεροντομπασμένη ποὺ μοῦ θέλει κι αὐτὴ στολίδιˬα; Ν. Ἐστ. 22 (1937), 1650. Συνών. γεροντιˬάρης 2. Πβ. γεροντίλος 2. β) Ὁ εὑρισκόμενος εὶς προβεβηκυῖαν ἡλικίαν, μὲ σαφῆ γεροντικὴν ἐμφάνισιν Κεφαλλ. – Γ. Ξενόπ., Κόσμος, 158: Ὅπως καὶ νὰ πῇς, ὁ Γιˬάννης εἶναι πλιˬὸ γεροdοbασμένος ἀπὸ τὴν ἀδερφή του Κεφαλλ. Σὲ τὶ ἄλλο, διάβολε, χρησιμεύει ὁ νέος γραμματικὸς ἑνὸς γεροντομπασμένου ἑμπόρου; Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾽ ἀν. γ) Ὁ μικρὸς κατᾶ τὴν ἡλικίαν, ἀλλὰ ὥριμος τὴν σκέψιν Ἀθῆν.:Τὸν ἄκουσες κἄτι μυˬαλωμένες κουβέντες ποὺ λέει; Γεροντομπασμένος σοῦ λέω!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA