ἀρμενιˬάτικα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενιˬάτικα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρμενιˬάτικα τά, Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπίθ. *ἀρμενιˬάτικος.

Σημασιολογία

Τὸ ἐκ βασκανίας προερχόμενον κακόν, ἀσθένειά τις, ἐπὶ λεχοῦς καὶ τοῦ ἀρτιγεννήτου βρέφους: Καλόθεσε dὴ λεχοῦσα ᾿ς τὸ κρεββάτι, ἔκανε ὅ,τι ἤξερε γιὰ νὰ μή πάθουνε τὸ παιδὶ κ᾿ ἡ μάννα ἀπὸ νυχτοπάτημα κιˬ ἀρμενιˬάτικα (ἐκ παραδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/