ἀρμενίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμενίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμενίδι τό, Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμενίζω (Ι) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
Τὸ θαλάσσιον ζῷον ἀργοναύτης ἡ ἀργὼ (argonauta argo) τοῦ γένους τῶν μαλακίων (mollusca) τῆς τάξεως τῶν κεφαλοπόδων (cephalopoda), ὁ τῶν ἀρχαίων ναυτίλος ἢ ποντίλος Συνών. ἀρμενιστάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA