ἀρμενίζω (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενίζω (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρμενίζω (ΙΙ) Α.Ρουμελ. (Καρ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀρμινίζου Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Σέρρ. κ.ἀ.) Μεσ. ἀρμενίζομαι Α.Ρουμελ. (Καβακλ.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) ἀρμινίζουμι Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Μακεδ. (Γρεβεν. Σίτοβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρμένις Πβ. καὶ ΠΠαπαγεωργ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 461 κἑξ. καὶ ΣΚυριακίδ. ἐν Λαογρ. 8 (1925) 467 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἀργοπορῶ, βραδύνω, χρονίζω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἔστειλ᾽ ἀτον ᾽ς σὸ πεγάδ’ κ᾿ ἐρμέντσεν Τραπ. 2) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἰσχυροῦ πείσματος, οὐδόλως μεταπείθομαι Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) 3) ᾿Ενεργ. καὶ μέσ. Πάσχω ἐξ ἐπιλοχίου πυρετοῦ ἢ διανοητικῆς διαταράξεως ἕνεκα δαιμονικῆς ἐπηρείας, ἐπὶ λεχοῦς Α.Ρουμελ. (Καβακλ. Καρ.) Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Μακεδ. (Γρεβεν. Θεσσαλον. Καταφύγ. Σέρρ. Σίτοβ.): Ἀρμένισε ἢ ἀρμενίστηκε ἡ λεχώνα Καρ. Ἡ ᾽ναῖκα ἀρμέν’σι Σέρρ. Ἀρμινίζουντι οἱ λιχῶνις Γρεβεν. Σίτοβ. || ’Επῳδ. Μὶ ἀρμέν’σι ἡ μάννα μ᾿, μὶ ἀρμέν’σι ἡ ἀδιρφή μ᾽, μὶ ἀρμέν’σι οὑ ἀδιρφός μ᾽, πέρασα κ᾿ ἰγὼ ἠ ἀρμινουπούλλα κὶ δὲν ἀρμινίστ’κα Ὄλυμπ. Συνών. ἀρμενιάζω. Πβ. ἀρμενεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/