γεροντόπαιδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντόπαιδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροντόπαιδο τό, Ἤπ. (Ξεροβούν.) Ἰων. (Κρήν.) Πελοπν.(Γαργαλ.ΔίβρΛάστ.)–Α.Παπαδιαμ.,Πεντάρφ., 19 γιρουντόπιδου Μακεδ. (Καταφύγ.) γιρουντουπαίδ᾽ Θεσσ. (Τρίκερ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. παιδί.
Σημασιολογία
1) Γεροντοπαλλήκαρο 1, ὃ βλ. Πελοπν. (Λάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Παιδίον, τὸ ὁποῖον ἐγεννήθη ἐκ γονέων γερόντων Ἰων. (Κρήν.) Μακεδ. (Καταφύγ.)- Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ Φραγκούλης ἐπείσθη κ᾽ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγον του. Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μαζὶ Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γεροντόπιˬασμα, γεροντόσπαρμα, γεροντόσπορος. β) Παιδίον γεννηθὲν ἐκ γονέων σχετικῶς ἡλικιωμένων Θεσσ. (Τρίκερ.): ᾽Σ τὰ σαράντα χρόνια φτε͜ιάνω τοὺν Τραντάφ᾽ λλου, τοὺ γιρουντουπαίδ᾽ ἀπ᾽ τό ᾽χου ἀνύπαντρου ἀκόμ᾿.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA