ἀναφορὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφορὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναφορὰ ἡ, λογ κοιν. καὶ δημῶδ Ποντ (Τραπ.) Τσακων. ἀναφουρὰ βόρ. ἰδιώμ ἀνιφουρὰ Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀνφουρὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀμφουρὰ Θεσσ. ᾿νηφορὰ Ἤπ. (Πρέβ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ ἀναφορά. Ὁ τύπ. ἀνιφουρὰ ἐξ ἀμαρτ ἀνεφορά, ὁ δὲ ᾿νηφορὰ ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἀνήφορος.

Σημασιολογία

1) Ἔγγραφος ἢ προφορικὴ αἴτησις πρὸς ἀνωτέραν ἀρχὴν λόγ. κοιν.: Γράφω-κάνω ἀναφορὰ κοιν. ǁ Φρ. Τὴν ἀναφορά σου ᾽ς τό δήμαρχο (μετὰ περιφρονήσεως πρὸς τὸν παραπονούμενον ἢ διαμαρτυρόμενον, εἰς τὰς διαμαρτυρίας ἢ τὰ παράπονα τοῦ ὁποίου δὲν θεωρεῖ τις ὑποχρεωμένον ἑαυτὸν ν᾿ ἀπαντήσῃ) σύνηθ. 2) Λογοδοσία κατωτέρου πρὸς ἀνώτερον περὶ τῶν πεπραγμένων καὶ εἰδικώτερον ἐν τῇ στρατιωτικῇ γλώσσῃ ἡ ἡμερησία ἔκθεσις περὶ τῆς καταστάσεως στρατιωτικοῦ σώματος ἢ καταστήματος λογ σύνηθ. : Ἀναφορὰ λόχου-συντάγματος κττ. ǁ Φρ. Δὲ θὰ σοῦ δώσω ἀναφορὰ (δὲν εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ἀπολογηθῶ πρὸς σέ). Σήμερα θὰ σ’ ἔχω-θὰ σὲ βγάλω ᾿ς τὴν ἀναφορὰ (δὰ σὲ καταγγείλω). Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Πολύβ. 6,17,6 «ἡ γὰρ ἀναφορὰ τῶν προειρημένων γίγνεται πρὸς ταύτην» (ἐνν. τὴν σύγκλητον). 3) Ὁ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ προσφερόμενος εἰς τοὺς Χριστιανοὺς ἡγιασμένος ἄρτος ΒΕὔβ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Πρέβ. κ. ἀ.) Θεσσ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Τσακων. : Δὲν κά’ νὰ φάου, γιˬατὶ θὰ πάρου ἀνφουρὰ Ζαγόρ. ǁ Φρ. Τοὺ ρίχ’κι σὰν ἡ Βλάχους τ᾽ν ἀμφουρὰ (ἔδειξε τάσιν νὰ τὸ φάγῃ ὁλόκληρον) Θεσσ. Συνών. ἀντίδωρο, ἄρτος. 4) Ἀναπνοὴ Πόντ (Τραπ.): Ἐπῆρεν ἀναφορὰν (ἀνέπνευσε). Συνών. ἐν. λ. ἀνάσα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/