γεροντοπαντρεύομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντοπαντρεύομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεροντοπατρεύομαι ἀμάρτ. γιρουντουπαντρεύουμι Στερελλ. (Μύτικ.) γεροdοπαdρεύομαι Κρήτ. γεροdοπαdρεύγομαι Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ ρ. παντρεύομαι.
Σημασιολογία
Ὑπανδρεύομαι, νυμφεύομαι εἰς προβεβηκυῖαν ἡλικίαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA