ἀχνολαλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνολαλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχνολαλῶ ἀμάρτ. Μέσ. ἀχνολαλε͜ιοῦμαι Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχνα καὶ τοῦ ρ. λαλῶ.

Σημασιολογία

Δίδω σημεῖα ὑπάρξεως διὰ τῆς φωνῆς: ’Εχάθηκε καὶ δὲ dοῦ ’γροικῶ bλεˬὸ ποθὲς νὰ ἀχνολαλει͜έται.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/