ἀναφορένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφορένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφορένω Καππ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. φορένω.

Σημασιολογία

Φορῶ τὰ ἑορτάσιμά μου ἐνδύματα καὶ κοσμήματα, στολίζομαι: ᾎσμ. Ἐσέμην ἀναφόρεσε ἕναν πουρνό ὥς τό γεῦμα, ἔκατσε κ' ἐκοτσάκωσε σαράντα δυˬὸ κοτσάκιˬα (ἐσέμην = εἰσέβη, εἰσῆλθε).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/