ἀναφόρητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφόρητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναφόρητος ἐπίθ. ἀναφόρετος Κάρπ. ἀνεφ-φόρατος Ροδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἀφορητὸς < ἀφορῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑποπτευόμενός τι, ἀνύποπτος ἔνθ’ ἀν. : Ἄνθρωπος ἀνεφ-φόρατος Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA