ἀχνόλαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνόλαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχνόλαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀχνόλαστες Σκῦρ. ἀχνόλαστους Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ἐπιθ. ἀχνὸς καὶ τοῦ ἐπιθ. *λαστὸς<ἀρχ. ἐλαύνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ λεπτῶς καὶ ἐπιμελῶς ἐξειργασμένος, ὁ λεπτοφυής, ἰδίως ἐπὶ ὑφασμάτων Σάμ. 2) Ἁπαλός, μαλακός, εὔθρυπτος, ἐπὶ χώματος καὶ καλλιεργησίμου γῆς Σκῦρ.: ᾿Αχνόλαστα χούματα
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA