ἀνάφορο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάφορο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάφορο τό, Χίος Λεξ. Βυζ. Βλαστ. 312 ἀνάφουρου Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀνάφορον.
Σημασιολογία
1) Τὸ ξύλον, ἐκ τοῦ ὁποίου, τιθεμένου ἐπὶ τῶν ὤμων, ἐξαρτοῦν οἱ ἀχθοφόροι τὰ φορτία Μακεδ. (Καταφύγ.) Χίος-Λεξ. Βυζ. 2) Θαλάσσιον ρεῦμα ἀντίθετον πρὸς ἄλλο Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. Συνων ἀναφόριν 2 β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA