ἀναφουντουρζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφουντουρζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφουντουρζω Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ ρ. φ ουντουρζω.

Σημασιολογία

1) Μετβ. ἀναδεύω, ἀνακινῶ συμπεπυκνωμένα πράγματα διὰ νὰ καταστήσω αὐτὰ ἀραιότερα Πόντ. (Σάντ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναφουφουδιˬάζω 1 2) Αμτβ. ᾶνυψοῦμαι, ἐπὶ χώματος τὸ ὁποῖον σκαπτόμενον ἐξοιδαίνεται καὶ σχῆματίζει βώλους Πόντ.(Χαλδ.) : Τὸ χῶμαν ἐνεφουντουρίασεν. Συνών. φουσκώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/