ἀρμενιστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενιστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρμενιστὴς ὁ, λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμενίζω.

Σημασιολογία

Ὁ ἐκ τοῦ πληρώματος πολεμικοῦ πλοίου ἐκτελῶν οἱανδήποτε ὑπηρεσίαν ἔχουσαν σχέσιν πρὸς τὴν εἰδικότητα τοῦ πρῳρέως, λ.χ. πρὸς τὰ ἐφόλκια, σκηνάς, ἱστούς, ἱστία, χρώματα, ἀγκύρας κττ. καὶ ἐν πλῷ ἔχων συνήθως τὸ καθῆκον τοῦ πηδαλιοῦχον (πβ. ΑΣακελλ. ᾽Εγχειρ. ἀρμενιστ. 8). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἰκαρ. Μύκ. Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/