ἀρμενοβοσκὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμενοβοσκὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρμενοβοσκὸς ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄρμενο καὶ βοσκός.
Σημασιολογία
Ὁ βοσκὸς ὁ γνωρίζων νὰ διευθύνῃ καλῶς εἰς βοσκὴν τὰ αἰγοπρόβατα (εὶς τὴν γένεσιν τῆς σημ. ἐπέδρασε τὸ ρ. ἀρμενίζω, ὃ πβ.): Κάνει κ᾿ εὐτός ἕναν ἀρμένισμα ποῦ δὲ dὸ κάνει κιˬ ἄλλος, ἀρμενοβοσκός, ὄχι κιˬ ἀστεῖα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA