ἀρμενόβωλας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενόβωλας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρμενόβωλας ὁ, ἀρμινόβουλας Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρμένιον (ἀρχ.) καὶ βῶλος ἀντὶ ἀρμενιόβωλας. Ἡ μεταβολὴ κατὰ τὰ πολλὰ ἐκ τοῦ ὀν. Ἀρμένις σύνθετα.

Σημασιολογία

Τὸ παρ᾽ ἀρχαίοις ἀρμένιον χρῶμα ἢ σάνδιξ χρήσιμον ὡς φάρμακον: Ἔπαθα σαραλί’ τσ’ ἦρτα νὰ μὶ δώ’ς κουμμάτ’ ἀρμινόβουλα νὰ πιˬῶ νὰ μὶ πιράσ’. Ἀρμινόβουλα γιˬὰ dοὺ φόβου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/