ἀναφριμάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφριμάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφριμάζω ἀμάρτ. ἀναφρουμάζω Σπασαγιανν Ἀντίλ. 8
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. φριμάζω.
Σημασιολογία
Ρωθωνίζω, ἐπί ἵππων : Ἀναφρουμάζουν τ’ἄλογα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA