ἀναφτεριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφτεριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφτεριˬάζω Αβαλαωρ. Ἔργ. 2,124 ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 20 -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀναφτιριˬάζου Θρᾴκ. (Αἶν.) Μέσ. ἀναφτιριˬάζουμι Στερελλ. (Αἰτωλ)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. φτεριˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ἀναφτερακίζω 1, ὃ ἰδ., ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βλαστ. Πρω.Δημητρ.: Ποίημ. Ὤ, τὶ χαρά ποῦ τό πιˬασε | τό ἔρημο τ’ ἀηˬδόνι ἀμέσως ἀναφτέριασε, | πετᾷ καί ξανανεˬώνει ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. β) Πετῶ ΣΠασαγιανν. ἔνθ’ ἀν.: Ποιημ. Χαίροντας ’ς τ’ ἀνεμόβορο, τὸ δρόλαπα ἀψηφῶντας, ἀναφτεριˬάζει μοναχὸς ὁ βασιλεˬὰς τοῦ αἰθέρα 2) Κινῶ τὰς πτέρυγας ἐκ φόβου καὶ ταραχῆς Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω.: ᾿Ακούν οἱ κόττες τοὶς βροντές κιˬ ἀναφτεριˬάζουν. Συνων. ἀναφτερουγιˬάζω Α2. 3) Μὲ τὰς πτέρυγας ἀνασηκωμένας κυλίομαι ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ἐπὶ πτηνῶν Στερελλ. (Αἰτωλ.) 4) Ἀρχίζω νὰ ἀποκτῶ πτερά, πτεροφυῶ Λεξ. Δημητρ. 5) Μεταφ. σκιρτῶ ἐκ χαρᾶς Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνων. ἀναφτερακίζω 2, ἀναφτερουγιˬάζω Β2 ἀναφτερῶ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA